κυκῶν

κυκῶν
κυκῶν
κυκάω
stir: pres part act masc voc sg
κυκάω
stir: pres part act neut nom /voc /acc sg
κυκάω
stir: pres part act masc nom sg (attic epic ionic )
κυκάω
stir: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυκῶν — κυκάω stir pres part act masc voc sg κυκάω stir pres part act neut nom/voc/acc sg κυκάω stir pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κυκάω stir pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκυμα — το (Α κολόκυμα) η φουσκοθαλασσιά που προηγείται τής τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον… …   Dictionary of Greek

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”